άκυτος

άκυτος
Βλ. λ. Ακοίτιο.
* * *
ἄκυτος, -ον (Α)
ο ἀκύμων (ΙΙ)*, ο ἄτοκος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + κύω).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἄκυτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤκυτος — ἄκυτος , ἄκυτος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… …   Dictionary of Greek

  • ὠκύτου — ἀκύτου , ἄκυτος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”